«Μη γίνεσαι πλεονέκτης, γιατί τον πλεονέκτη τον αποστρέφεται ο Θεός». Αββάς Ισαάκ

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Η πατρίδα φτιάχνεται μὲ λίγα, ἀλλὰ σπουδαῖα, ποὺ οἱ πρόγονοί σου βάλαν στὴν ψυχὴ

Εἶπα νὰ ρίξω μία ματιὰ στοὺς δρόμους τῆς ψυχῆς μου, νὰ κλείσω τὰ μάτια καὶ νὰ ὀνειρευτῶ, νὰ μὴν βλέπω ἄλλο ἀνθρώπους νὰ περπατοῦν σὰν χαμένοι στὸ μαῦρο ποὺ ἦρθε κι ἐδίωξε τὸ φῶς. Δὲν ἀντέχει τὸ βλέμα νὰ κοιτάζει ἀνθρώπους μὲ χαμένη τὴν περηφάνια, ποὺ περπατοῦν μὲ βήματα βαριὰ κι ἔχουν γερμένους τοὺς ὤμους ἀπὸ τὸ κρύο ποὺ τοὺς ἔζωσε ἀπ' ὅταν ἦρθε τὸ σκοτάδι. Κι ἐγώ, ἕνα μὲ ὅλους τους ἄλλους, νὰ προχωροῦμε γρήγορα χωρὶς νὰ κοιταζόμαστε, χωρὶς νὰ μιλᾶμε, μὲ μοναδική μας ἔγνοια ὄχι τὸ ἂν θὰ ζήσουμε, ἀλλὰ πόσο ἀκόμη θὰ ἀντέξουμε σὲ ἐτοῦτο τὸν χαμό.
Σὲ αὐτὸν τὸν ἀνείπωτο ἀόρατο πόλεμο, ποὺ πέφτουν κορμιὰ δίχως νὰ ὑπάρχουν βόμβες ἀλλὰ οὔτε καὶ σφαῖρες, ἐσὺ κι ἐγὼ πρέπει ἐπιτέλους νὰ σηκώσουμε τὸ βλέμμα, νὰ κοιτάξουμε ποῦ μᾶς πηγαίνουν κι ἔπειτα νὰ πάρουμε μίαν ἀπόφαση: θὰ συνεχίσουμε νὰ περπατᾶμε πρὸς τὸ τέλος πού μᾶς ἑτοίμασαν ἢ θὰ ἀλλάξουμε πορεία ἀφήνοντας τοὺς πραματευτάδες τῶν ψυχῶν νὰ βαδίσουν πρὸς τὸ δικό τους φρικτὸ τέλος;
Ἐμένα, θέλω νὰ ξέρεις πὼς δὲν μοῦ κόφτει καὶ πολύ. Ἀλλά, μέσα σὲ ἐτούτη τὴν παραζάλη καὶ τὴν σιωπὴ ποὺ τρυπᾶ τὸ εἶναι μου, γνώμη μου εἶναι πὼς ὁ μόνος δρόμος ποὺ ἔχουμε εἶναι νὰ ξαναβροῦμε τὴν ἀξιοπρέπειά μας, νὰ σηκώσουμε τοὺς ὤμους μας, νὰ σταθοῦμε γερὰ στὰ πόδια μας κι ἔπειτα ν’ ἀρνηθοῦμε ὅλα ἐτοῦτα τὰ φριχτὰ ποὺ μᾶς ζητοῦνε τὰ....
 δουλικὰ τῶν δαιμόνων νὰ πράξουμε. 
 Κοίτα νὰ δεῖς τί ὁ νοῦς μου ὁρίζει πὼς πρέπει νὰ κάνουμε ὅλοι μας… Πάρε μία ἀγκαλιὰ ἀπὸ τὸν γαλάζιο οὐρανό. Μετά, πάρε μία χούφτα ἀπὸ τὸ καθάριο νερὸ αὐτῆς τῆς πατρίδας. Τέλος, σκύψε καὶ πάρε στὰ χέρια σου καὶ μία χούφτα ματωμένης Ἑλληνικῆς γής. Βάλτα ὅλα μαζὶ καὶ μπορεῖς νὰ κάνεις τὰ πάντα. Μπορεῖς νὰ σμιλέψεις τὰ ὄνειρά σου καὶ νὰ τοὺς δώσεις ζωή… Μπορεῖς νὰ διώξεις τὸ σκοτάδι μὲ ἕνα σου νεῦμα… καὶ νὰ ξαναφέρεις τὸ φῶς στὴ ζωή σου. Μπορεῖς νὰ χτίσεις τὸν κόσμο ὁλόκληρο μὲ ὅσα κρύβουνε μέσα τοὺς τὰ «ὑλικὰ» αὐτῆς τῆς μικρῆς μὰ τόσο μεγάλης καὶ ἅγιας πατρίδας…
Τὸ ξέρουν ἐτοῦτοι καὶ τὸ ξέρεις κι ἐσύ, πὼς στὸ τέλος ἔτσι θὰ γίνει. Θὰ ξαναχτίσεις τὴν γκρεμισμένη σου πατρίδα, μὲ τὶς πέτρες της, μὲ τὴν ψυχή σου νὰ μπαίνει στὰ ἱερὰ χώματα καὶ νὰ τὴν «δένει» καὶ μὲ τὴν πίστη σου νὰ στεριώνει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τὰ χέρια σου θὰ φτιάξουν. Γι' αὐτό, οὔτε πέτρες, οὔτε χῶμα, οὔτε ἀέρα καὶ νερὸ ἔχουμε νὰ δώσουμε σὲ ἐκείνους ποὺ τὰ θέλουν.
Μά, πρέπει κάνουμε γρήγορα. Ὅσο τώρα τὸ ἀργοῦμε, τόσο περισσότερος θὰ εἶναι ὁ κόπος ὅταν θὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ χτίσουμε ξανὰ τὴν πατρίδα καὶ νὰ ὁρίσουμε ἐμεῖς τὸν τρόπο ποὺ θέλουμε νὰ ζήσουμε καὶ τὸν τόπο ποὺ θέλουμε νὰ μᾶς ἀναπαύσει...
Γὶ αὐτό σου λέω, ἔλα νὰ συνταχθοῦμε μαζί, σὲ μία γραμμή… Δίπλα καὶ ὄχι ἀντίκρυ. Νὰ καθίσουμε καὶ νὰ βροῦμε ὅσα μᾶς κάμουν ἕνα καὶ νὰ ἀφήσουμε ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ ξένα, στὴν ἄκρη. Νὰ καθίσουμε καὶ νὰ σκεφτοῦμε καλὰ καὶ μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ στὸ τέλος μαζὶ ν' ἀποφασίσουμε τὸν τρόπο ποὺ θὰ διώξουμε ἐτούτους ποὺ σκοπὸ βάλανε νὰ μᾶς κάνουνε δικούς τους δούλους...
Κι ἐσύ, ποὺ εἶσαι ἔμπειρος σὲ ἐτοῦτα, σὲ παρακαλῶ νὰ ἔρθεις καὶ νὰ μοῦ μάθεις ἐκεῖνα ποὺ ἡ ζωή σου δίδαξε.
Ἔλα νὰ μοῦ μάθεις πῶς νὰ πετάω καὶ ὄχι πῶς νὰ σέρνομαι…
Ἔλα νὰ μοῦ δείξεις πὼς νὰ ζῶ καὶ ὄχι πῶς νὰ πεθαίνω…
Ἔλα νὰ μοῦ θυμίσεις τί εἶναι ἡ ἀξιοπρέπεια, τὴ λευτεριὰ καὶ ὅλα τ' ἄλλα πού μου ἔκλεψαν οἱ ἐπιτήδειοι ἐλεεινοὶ λιμοκοντόροι.
Εὐκαιρίες πολλὲς δὲν θὰ 'χουμε, νὰ τὸ ξέρεις. Κι ὅσο ὁ χρόνος περνᾶ, τόσο θὰ βαραίνει τὸ φορτίο ποὺ πρέπει ἐμεῖς νὰ κουβαλήσουμε. Γιατί, δικό μας εἶναι τὸ φορτίο αὐτό, δική μας εἶναι αὐτὴ ἡ εὐθύνη. Κι εἶναι βαρύ, ἀλλὰ κι εὐλογημένο ἀπὸ τοὺς ἁγίους κι ἀπὸ τοὺς ἥρωές μας.
Ἄντε λοιπὸν νὰ συνταχθοῦμε... ὅπως κάποτε πράξανε οἱ παποῦδες μας ὅταν τὸ καθῆκον γιὰ τὴν λευτεριὰ τοὺς κάλεσε.
Ἄντε λοιπόν, νὰ ἀδερφωθοῦμε... γιατί ἀδέρφια δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖνα ποὺ ἡ ἴδια μάνα τὰ γεννά, μὰ ἀδέρφια γίνονται καὶ ὅσοι μαζὶ περνοῦνε δύσκολα κι ὅσοι μαζὶ περνοῦν ἀπὸ πόλεμο. Καὶ σὲ ἐτοῦτο τὸν πόλεμο ποὺ τώρα ζοῦμε, ἀδέρφια γίναμε ὅλοι.
Ἄντε λοιπόν, νὰ γράψουμε καὶ πάλι τὴν ἱστορία καὶ νὰ δείξουμε σ' ὅλους πὼς ἐμεῖς ξέρουμε νὰ πέφτουμε, ἀλλὰ ξέρουμε καὶ νὰ σηκωνόμαστε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ράτσα μας ἀπὸ πάντα...

Σὲ αὐτὸν τὸν ἀκήρυχτο πόλεμο, λοιπόν, μὴν ξεχάσεις ποτέ, πὼς πρῶτα σὲ ἀγνοοῦν, μετὰ σὲ κοροϊδεύουν, μετὰ σὲ πολεμοῦν, ἀλλὰ στὸ τέλος τοὺς νικᾶς.
Ἔτσι εἶναι φτιαγμένα τὰ πράγματα.
Καὶ σήμερα αὐτὰ εἶναι ποὺ παίρνουν σάρκα καὶ ὀστᾶ στὰ ὅσα ἄσχημά μας συμβαίνουν, στὰ ὅσα ἐμεῖς ἐπιτρέπουμε νὰ μᾶς κάνουν καὶ στὰ ὅσα μέλλει νὰ συμβοῦν ὅταν ἀποφασίσουμε νὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε σκυμμένοι καὶ σηκώσουμε τὸ ἀνάστημά μας.
Κι ἐπειδὴ ἐτοῦτοι οἱ ἐλεεινοὶ δὲν εἶναι ἄξιοι οὔτε νὰ μᾶς ποῦνε πὼς μᾶς πολεμοῦν, κι ἐπειδὴ εἶναι ἀνάξιοι νὰ μᾶς διαφεντεύουν, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἄξιοι οὔτε στὴ σκιὰ ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς πατρίδας μας νὰ ζοῦνε, ἄντε νὰ βάλουμε μπρὸς νὰ σταματήσουμε αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ νὰ ἀρχίσουμε νὰ φτιάχνουμε ἐτούτη τὴν πατρίδα ὅπως τὴν ὀνειρευτήκαμε. Ἐξάλλου, τί ἄλλο μεγαλύτερο χρέος ἔχουμε ἀπὸ τὸ νὰ τὴν παραδώσουμε ὁλόκληρη σὲ ἐκείνους ποῦ ἔρχονται μετὰ ἀπὸ ἐμᾶς;
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μεγάλη μας εὐκαιρία νὰ ξαναβροῦμε τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν περπατησιά μας...   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου